Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(τὰ Ὁμήρου ἔπη

  • 1 μανθανω

        (fut. μᾰθήσομαι - дор. μᾰθεῦμαι; aor. 2 ἔμαθον - эп. ἔμμαθον и μάθον, pf. μεμάθηκα; pass. только praes. и pf. μεμάθημαι; adj. verb. μαθητός)
        1) учиться, изучать или усваивать
        

    (τι Hom., Her. etc.)

        οἱ μανθάνοντες Xen.учащиеся

        2) заучивать
        3) осведомляться, узнавать, слышать
        

    (τι ἔκ, παρά и πρός τινος или τί τινος Trag. etc.; ἀπό и παρά τινος NT.)

        μαθοῦσ΄ ἔληξα Soph. — услышав (это), я замолчала;
        τί βούλει μαθεῖν ἐμοῦ ; Eur. — что ты хочешь узнать от меня?;
        μάθε πρῶτον τίνες εἰσίν Xen. — узнай прежде всего, кто они

        4) замечать, видеть
        

    (τοὺς ἔξω Her.)

        ἵνα ἀλλήλους μάθοιεν ὁπόσοι εἴησαν Xen. — чтобы им можно было видеть, сколько их;
        μαθεῖν οὐ δυσπετής Soph. — его нетрудно узнать;
        διαβεβλημένος οὐ μανθάνεις Her. — ты не замечаешь, что ты обманут

        5) понимать
        

    (ἴσως οὔ μανθάνετέ μου ὅτι λέγω; Plat.)

        μανθάνω ἔξωρα πράσσω Soph. — я сознаю, что поступаю не так, как следует

        6) выдумывать, воображать ( только в разговорных оборотах с μαθών со значением - подобно παθών - «здорово живешь», «ни с того, ни с сего»)
        

    τί ἄξιός εἰμι παθεῖν, ὅτι μαθὼν ἐν τῷ βίῳ οὐχ ἡσυχίαν ἦγον ; Plat. — какого наказания я достоин за то, что за всю жизнь почему-то я не знал покоя?;

        τί δέ μαθών …;
        Arph. etc. — с чего это ты вдруг …? или как это тебя угораздило …?

    Древнегреческо-русский словарь > μανθανω

  • 2 επος

         ἔπος
        - εος τό тж. pl.
        1) слово
        

    παύρῳ ἔπει Pind. — в немногих словах;

        ἔ. πρὸς ἔ. Arph., Plat. — слово за слово;
        ἑνὴ ἔπεϊ πάντα συλλαβόντα εἶπαι Her.свести воедино и выразить все в одном слове

        2) слова, речь, рассказ, повествование
        

    ἄγε δεῦρο, ἵν΄ ἔ. καὴ μῦθον ἀκούσῃς ἡμέτερον Hom. — подойди и услышь мои речи;

        ἅμα ἔ. τε καὴ ἔργον ἐποίεε Her. — как он сказал, так и сделал;
        ἔπεα ἀκράαντα Hom.пустые слова

        3) (данное) слово, обещание
        4) (тж. ἔ. μάντιος Hom.) вещее слово, прорицание Soph., Her.
        5) изречение, поговорка, пословица
        

    (τὸ παλαιὸν ἔ. Her.)

        ὡς ἔ. εἰπεῖν Aesch., Arph., Plat. — как говорится, так сказать

        6) предмет (речи), содержание, смысл
        

    πρὸς τί τοῦτο τοὔπος (= τὸ ἔ.) ἱστορεῖς ; Soph. — зачем ты толкуешь об этом?;

        τί πρὸς ἔ. ; Plat. — какое это имеет отношение к делу?;
        οὐδὲν πρὸς ἔ. Arph. — ни к чему, бесцельно

        7) весть, новость
        8) стихотворная строка, стих, преимущ. гексаметр

    (Ὁμήρου ἔ. ἐν Ὀδυοσείῃ Her.)

    ; pl. ἔπη эпическая, реже элегическая и лирическая поэзия
        

    (τὰ Κύπρια ἔπεα Her.; τὰ Ὀρφικὰ ἔπη Arst.)

        9) строка ( вообще)
        οὐδ΄ ἐν ἑπτὰ ἔπεσι γράφειν Luc. — описать менее, чем в семи строчках

    Древнегреческо-русский словарь > επος

См. также в других словарях:

  • ραψωδός — Κατά την ελληνική αρχαιότητα επαγγελματίας ο οποίος απήγγελλε επικά ποιήματα. Ο Όμηρος χρησιμοποιεί το όνομα αοιδός, το οποίο διατηρήθηκε για αιώνες· μόνο από τον 5o αι. π.X. χρησιμοποιήθηκε ο όρος ρ., που θεωρήθηκε κατόπιν από τους σύγχρονους… …   Dictionary of Greek

  • ομηρικός — ή, ό (Α ὁμηρικός, ή, όν) [Όμηρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Όμηρο («ομηρικά έπη») 2. αυτός που απαντά στην ποίηση τού Ομήρου ή αυτός που γίνεται σύμφωνα με τον τρόπο τού Ομήρου (α. «ομηρικοί ήρωες» β. «τῶν νεωτέρων καινοτομούντων...… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • δέλτος — η (AM δέλτος) 1. μικρός πίνακας για γράψιμο 2. ιστορικό γραπτό μνημείο, διαθήκη, βιβλίο («οι δέλτοι τής ιστορίας», «αἱ δώδεκα δέλτοι») αρχ. 1. μικρός πίνακας, δίπτυχος, τριγωνικού συνήθως σχήματος, αλειμμένος με κερί, στον οποίο έγραφαν 2.… …   Dictionary of Greek

  • έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… …   Dictionary of Greek

  • ανώνυμο ή ψευδώνυμο έργο — Τα αρχαιότερα λογοτεχνικά έργα δεν αναφέρουν το όνομα του συγγραφέα, ακόμα και αν σε μερικές περιπτώσεις είναι δυνατόν να διαπιστωθούν μέσα σε αυτά εκδηλώσεις που ανάγονται στην παρέμβαση μιας προσωπικότητας αξίας. Μέσα σε ένα τέτοιο πολιτιστικό… …   Dictionary of Greek

  • επικός ελληνικός κύκλος — Σύνολο επικών ποιημάτων, τα οποία αφηγούνται σε μια διαδοχική σειρά γεγονότων, με κεντρικά στοιχεία την Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου, ολόκληρο τον θρύλο του Τρωικού πολέμου, από τη σύζευξη του Ουρανού με τη Γη έως τον φόνο του Οδυσσέα από… …   Dictionary of Greek

  • Όμηρος — Πρόσωπο που κρατείται ως εγγύηση για την τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς από μέρους του κράτους στο οποίο ανήκει ή των πολιτών του. Η πρακτική της ομηρίας προς εξασφάλιση του σεβασμού των συνθηκών συναντάται στην αρχαιότητα, στα κράτη της Πρόσω… …   Dictionary of Greek

  • Ιλιάδα — Επικό ποίημα του Ομήρου. Η Ι. αναπτύσσεται σε 24 ραψωδίες, που περιλαμβάνουν παραπάνω από 15.000 στίχους. Το χρησιμοποιούμενο μέτρο είναι το δακτυλικό εξάμετρο. Η Ι. πλέκεται γύρω από ένα επεισόδιο του Τρωικού πολέμου και διαρκεί 52 ημέρες·… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»